-
1 δασυτης
- ητος ἥ1) волосатость, косматость(σώματος Arst.; pl. sc. τῶν θηρίων Diod.)
2) грам. густое придыхание, придыхательность(τὰ στοιχεῖα διαφέρει δασύτητι καὴ ψιλότητι Arst.; δασύτητας συσσῴζειν Polyb.)
1 δασυτης
(σώματος Arst.; pl. sc. τῶν θηρίων Diod.)
(τὰ στοιχεῖα διαφέρει δασύτητι καὴ ψιλότητι Arst.; δασύτητας συσσῴζειν Polyb.)